- αλεμάντ
- (Μουσ.)χορός σε διμερές μέτρο και μέτρια ρυθμική αγωγή που πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές ή τα μέσα τού 16ου αιώνα και εξελίχθηκε σε έναν από τους δημοφιλέστερους οργανικούς χορούς τής εποχής «μπαρόκ» (σε γενικές γραμμές: 1600-1750), από τα σημαντικότερα μέρη τής οργανικής σουίτας.[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος, πρβλ. γαλλ. allemande, θηλ. τού allemand «γερμανικός». Προήλθε από παράλειψη στα Γαλλικά τής πληρέστερης ονομασίας danse allemande «γερμανικός χορός»].
Dictionary of Greek. 2013.